σμυρνόμελαν

σμυρνόμελαν
και ζμυρνόμελαν, -έλανος, και σμυρνομελάνιον και σμυρνομέλανον, τὸ, Α
παρασκεύασμα από μίγμα μελανιού και σμύρνας το οποίο χρησιμοποιούσαν στη μαγική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμύρνα / ζμύρνα + μέλαν (τὸ) «γραφική μελάνη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”